ἀναζωγράφημα

ἀναζωγράφημα
ἀναζωγράφημα
memory-image
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναζωγράφημα — ἀναζωγράφημα ( ατος), το (Α) [ἀναζωγραφῶ] μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό …   Dictionary of Greek

  • ἀναζωγραφημάτων — ἀναζωγράφημα memory image neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζωγραφήματα — ἀναζωγράφημα memory image neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζωγραφήματος — ἀναζωγράφημα memory image neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”